πιτυρίας

πιτυρίας
πιτυρίᾱς , πιτυρίας
made with bran
masc acc pl
πιτυρίᾱς , πιτυρίας
made with bran
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιτυρίας — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης*. || μτφ. (για πρόσ.) (ως σκωπτική προσφώνηση) πολύ μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + επίθημα ίας* (πρβλ. αποπυρ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρίαι — πιτυρίας made with bran masc nom/voc pl πιτυρίᾱͅ , πιτυρίας made with bran masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυρίαις — πιτυρίας made with bran masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυρίου — πιτυρίας made with bran masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυρίαν — πιτυρίᾱν , πιτυρίας made with bran masc acc sg (attic epic doric aeolic) πιτυρίας made with bran masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξερίας — ὀξερίας και πιθ. ξερίας, ὁ (Α) ονομασία τυριού τής Σικελίας, κατά τον Πολυδεύκη «τυρὸς χλωρός», κατά τον Ησύχ. «τυρὸς ἀχρεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο *ὀξερός (< ὀξύς, πρβλ. γλυκύς: γλυκερός) με επίθημα ίας,… …   Dictionary of Greek

  • πιτυρίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπ ίτης, κριβαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”